- Θαί
- Θαίςbandagefem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
УСЫНОВЛЕНИЕ — • Adoptio, сокр. из adoptatio, различают: a) adoptio в тесном смысле слова, когда лицо, которое хотят усыновить, находится само еще под отеческой властью, b) arrogatio, если усыновляемый достиг уже гражданской… … Реальный словарь классических древностей
θέσσασθαι — (Α) (ποιητ. απρμφ μέσ. αορ.) προσεύχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θέθ σασ θαι. Πρόκειται για ποιητ. αόριστο ο οποίος αντιστοιχεί στον ενεστ. ποθώ*. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *gwhedh «ζητώ, ποθώ», από την οποία προέρχονται επίσης τα: αρχ. ιρλ. υποτ. gessam και… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
πλίχος — ους, τὸ, Α πλιχάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιχ τού πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. περιπε πλίχ θαι) + κατάλ. ουδ. ος] … Dictionary of Greek
πλιχάς — και πλιγάς, άδος, ή, Α το μέρος τού σώματος που βρίσκεται ανάμεσα στους μηρούς και στο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιχ /πλιγ τού πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. περιπε πλίχ θαι, περιπε πλιγ μένα) + κατάλ. άς, άδος] … Dictionary of Greek
ποθώ — έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α 1. επιθυμώ έντονα κάτι που στερήθηκα (α. «ποθούσα να ξαναδώ τη μάνα μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ μάτην καλεῑς», Αριστοφ.) 2. έχω έντονη ερωτική επιθυμία («καὶ συνοῡσαν αὐτῷ ποθεῑν αὐτόν», λουκ.) 3. επιθυμώ,… … Dictionary of Greek
τετευχήσθαι — Α (επικ. απρμφ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) το να είναι κανείς οπλισμένος («τετευχῆσθαι γὰρ ἄμεινον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τετευχῆσθαι (< *τετευχέσ θαι) είναι επικ. απρμφ. παρακμ. ενός αμάρτυρου ρ *τευχῶ < τεῦχος (πρβλ. απρμφ. παρακμ.… … Dictionary of Greek
Φ, φ — Το εικοστό πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Το φ (όπως και τα χ, ψ, ω), αντίθετα με τα άλλα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, που προήλθαν από τροποποίηση σημιτικών γραμμάτων, είναι επινόηση των Ελλήνων, και χρησιμοποιήθηκε για την παράσταση … Dictionary of Greek
κριθαί — κρῑθαί , κριθή barleycorns fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)